- χοίροθλιψ
- χοίρο-θλιψ, ῑβος, ὁ, ἡ, sens.obsc. (A
χοῖρος 1.2
), Ar.V.1364.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χοῖρος 1.2
), Ar.V.1364.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χοιρόθλιψ — ιβος, ὁ, ἡ, Α (σε σχολιαστή τού Αριστοφ.) «χοιρόθλιβα τὸ γυναικεῑον αἰδοῑον ἀποθλίβοντα». [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος «γυναικείο αιδοίο» + θλιψ (< θλίβω «λειώνω, συντρίβω»)] … Dictionary of Greek
χοιρότριψ — τριβος, ὁ, Α χοιρόθλιψ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + τριψ (< τρίβω), πρβλ. αἰγό τριψ, σκευό τριψ] … Dictionary of Greek